- νικηφόρῳ
- νῑκηφόρῳ , νικηφόροςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικηφορώ — νικηφορῶ, έω (ΑΜ) [νικηφόρος] 1. υπερισχύω σε κάποιον αγώνα, είμαι νικητής 2. παίρνω το βραβείο τής νίκης … Dictionary of Greek
Νικηφόρῳ — Νικηφόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικηφόρωι — Νικηφόρῳ , Νικηφόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DEIPARA — Graece Θεοτόκος, vide infra Mart. in Byzantinorum Impp. nummis, utpote Patrona ac Tutatrix urbis CP. habita, frequenter conspicitur. In eorum enim aereis primum litera M. cum subiecta litera A. Mariam omnino seu Deiparam, denotavit; quam in… … Hofmann J. Lexicon universale
συμπρέπω — ΜΑ ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ. β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] … Dictionary of Greek